εγκεφαλικότητα

εγκεφαλικότητα
[-ης (-ητος)] η
1) рассудочность; 2) надуманность, нежизненность (о художественном произведении)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εγκεφαλικότητα" в других словарях:

  • εγκεφαλικότητα — η η ιδιότητα τού εγκεφαλικού, η έλλειψη συναισθήματος ή ποιητικής φαντασίας …   Dictionary of Greek

  • εγκεφαλικότητα — η η αυστηρή λογικότητα, η έλλειψη συναισθηματισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»